Information | |
---|---|
instance of | (noun) the periodic rise and fall of the sea level under the gravitational pull of the moon tide |
Meaning | |
---|---|
Modern Greek (1453-) | |
has gloss | ell: Ο όρος Παλιρροϊκός (στα αγγλικά: tidal ), είναι νεότερος όρος που εισήγαγε ο Έλληνας αστρονόμος Δημήτριος Αιγινήτης από τον οποίο και τελικά καθιερώθηκε για ορισμένες περιπτώσεις περισσότερο σε επιστημονικές αναφορές αντί του παλιρροιακός που ίσχυε γενικά μέχρι την περίοδο εκείνη. |
lexicalization | ell: Παλιρροϊκός |
Lexvo © 2008-2024 Gerard de Melo. Contact Legal Information / Imprint